ἀναξιφόρμιγξ

ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξῐφόρμιγξ
1 ruling the lyre

ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι O. 2.1


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναξιφόρμιγξ — ἀναξιφόρμιγξ ( ιγγος), ο, η (Α) (για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο τής φόρμιγγος, τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ] …   Dictionary of Greek

  • ἀναξιφόρμιγγα — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιφόρμιγγες — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιφόρμιγγος — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”